- βοήθεια
- η (AM βοήθεια)1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία2. επικουρική στρατιωτική δύναμη3. προστασία, στήριγμα4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθειατρέξτε να βοηθήσετενεοελλ.1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος2. η βοήθεια σε χρήμα, η ελεημοσύνη3. (για έκφραση ευχής) βοήθειά μας ο Άγιος4. (ως επιφώνημα) βοήθεια ή «μια βοήθεια» — ελεημοσύνηαρχ.1. ιατρική βοήθεια, θεραπεία2. πλεονέκτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοήθεια < *βοήθοια < *βo[F]āθo[F]iā με μεταπλασμό κατά τα θηλ. σε -ειă. Η μεταβολή του φωνήεντος από -ο- σε -ε- αναλογικά προς το ρ. βοηθέω].
Dictionary of Greek. 2013.